φαρμακοβοτανική

φαρμακοβοτανική
η, Ν
(παλ. όρος) μέρος τής φαρμακογνωσίας που περιλαμβάνει την φαρμακοσυστηματική, την φαρμακοανατομία, την φαρμακοφυσική και την φαρμακοπαθολογία και αποτελεί πλήρη βοτανική τών φαρμακευτικών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + βοτανική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαρμακοβοτανική — η τμήμα της φαρμακογνωσίας (βλ. λ.), που περιλαμβάνει τη φαρμακοσυστηματική, τη φαρμακοανατομία, τη φαρμακοφυσιολογία και τη φαρμακοπαθολογία και που αποτελεί πλήρη βοτανική των φαρμακευτικών φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”