- φαρμακοβοτανική
- η, Ν(παλ. όρος) μέρος τής φαρμακογνωσίας που περιλαμβάνει την φαρμακοσυστηματική, την φαρμακοανατομία, την φαρμακοφυσική και την φαρμακοπαθολογία και αποτελεί πλήρη βοτανική τών φαρμακευτικών φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + βοτανική].
Dictionary of Greek. 2013.